- κιονίδα
- η (Α κιονίς, -ίδος) [κίων]η σταφυλή τού φάρυγγα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιονίδα — κιονίς uvula fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… … Dictionary of Greek
περισταφυλίτιδα — η, Ν ιατρ. πυώδης συνήθως φλεγμονή τού συνδετικού ιστού τών παρισθμίων που βρίσκεται γύρω από την κιονίδα ή τη σταφυλή, φλεγμονή που αποτελεί μέρος τής φλεγμονώδους κυνάγχης τού φάρυγγα … Dictionary of Greek
σταφυλή — η, ΝΜΑ 1. ο καρπός τού κλήματος, ο βότρυς, το σταφύλι (α. «ὅτι ἤκμασεν ἡ σταφυλὴ τῆς γῆς», ΚΔ β. «σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν», Ομ. Ιλ.) 2. η κιονίδα τού φάρυγγα, κινητή και συσταλτή σαρκώδης απόφυση που κρέμεται από το ελεύθερο οπίσθιο χείλος … Dictionary of Greek
σταφυλίς — ίδος, ἡ, Α 1. σταφύλι 2. ιατρ. εξογκωμένη σταφυλή, κιονίδα 3. (κατά τον Ησύχ.) «γαργαρεών». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
σταφυλοφόρος — ον, ΜΑ μσν. φρ. «σταφυλοφόροι κοφινοι» κοφίνια γεμάτα σταφύλια (Ευστ.) αρχ. φρ. «σταφυλοφόρον μόριον» η σταφυλή, η κιονίδα (Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + φόρος*] … Dictionary of Greek
υπερώα — (Ανατ.). Ο θόλος του στόματος. Βλ. λ. στόμα. * * * η / ὑπερῴα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερῴη Α ανατ. η οροφή τού στόματος που διαχωρίζει τη στοματική από τη ρινική κοιλότητα, ο ουρανίσκος νεοελλ. φρ. α) «σκληρά υπερώα» ανατ. το πρόσθιο τμήμα τής… … Dictionary of Greek